διακρισιά

διακρισιά
η (Μ διακρισία) [διάκρισις]
νεοελλ.
διαδικασία (στο δικαστήριο)
μσν.
1. διακριτικό γνώρισμα
2. διακριτικότητα, λεπτότητα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”